υαλοπίνακας

υαλοπίνακας
και υελοπίνακας, ο, Ν
γυάλινη πλάκα που προσαρμόζεται στα πλαίσια πόρτας και στα παράθυρα, το τζάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος / ύελος + πίνακας. Η λ., στον πληθ. ὑαλοπίνακες, μαρτυρείται από το 1885 στον Μ. Βρατσάνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υαλοπίνακας — υαλοπίνακας, ο και υελοπίνακας, ο γυάλινη πλάκα προσαρμοσμένη στα πλαίσια παραθύρου ή πόρτας, τζάμι, γυαλί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

  • γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …   Dictionary of Greek

  • τζάμι — Ο ιερός χώρος, ο τόπος συγκέντρωσης και προσευχής, ο ναός των μουσουλμάνων. Τα κύρια στοιχεία που υπάρχουν σε κάθε τ. είναι ο κυρίως ναός με το μιχράμπ (το ιερό) και ο μιναρές. Τα στοιχεία αυτά, ωστόσο δεν οδηγούν αναγκαστικά στη σύνθεση μιας… …   Dictionary of Greek

  • υελοπίνακας — ο, Ν βλ. υαλοπίνακας …   Dictionary of Greek

  • Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • τζάμι — το ιού (λ. τουρκ.), γυαλί, υαλοπίνακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”